ἐπιορκοσύνη
Look at other dictionaries:
ἐπιορκοσύνης — ἐπιορκοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκοσύνης — ἐπιορκοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)